δημιούργημα

δημιούργημα
δημιούργ-ημα, ατος, τό,
A a work of art, piece of workmanship, Longin.13.4 (pl.), Ath.11.497c, Herm. in Phdr. p.202 A.;

δ. χειρῶν D.H.Comp.1

;

τὰ δ. Φειδίου Jul.Or.2.54b

; οὐ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων δ., of the universe, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, cf. Dam.Pr.175;

θεοειδὲς δ. ᾧ λογιζόμεθα Ph.1.208

; creature, πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς δ. Hierocl.p.7 A.; also of actions, Iamb.Myst.1.5, 2.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δημιούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… …   Dictionary of Greek

  • δημιούργημα — το το αποτέλεσμα του να δημιουργεί κανείς, να κατασκευάζει κάτι: Όλοι οι ζωγραφικοί πίνακες του σπιτιού είναι δημιουργήματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημιουργημάτων — δημιούργημα a work of art neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργήμασι — δημιούργημα a work of art neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργήμασιν — δημιούργημα a work of art neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργήματα — δημιούργημα a work of art neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργήματι — δημιούργημα a work of art neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργήματος — δημιούργημα a work of art neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”